Αντικρίζοντας από το πλοίο της γραμμής το κυκλαδίτικο νησί, καθώς πλησιάζει στις Kαμάρες, στο επίνειο, έχεις τα αγγειοπλαστικά κέντρα, εκτός απ τον Πλατύ Γιαλό και το Φάρο, μπροστά στα μάτια του. Στην πραγματικότητα, δεν τα βλέπεις, γιατί είναι καλά κρυμμένα μέσα στους όρμους, αλλά ποιος ξέρει τα κρυμμένα μυστικά της Σίφνου, σίγουρα τα καταμετρά ένα ένα με τα μάτια της φαντασίας του. Λες και η δυτική πλευρά του νησιού διαμορφώθηκε με μόνο σκοπό να φιλοξενήσει και να προστατέψει μέσα στους βαθείς κόλπους του έντονου διαμελισμού της τα τσικαλαριά –τα ντόπια δηλαδή αγγειοπλαστεία – απ τα καταστρεπτικά για τους αγγειοπλάστες μελτέμια που φυσούν από βορειοανατολικά κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του καλοκαιριού, που αποτελεί άλλωστε και τη μόνη περίοδο της έντονης και δημιουργικής παραγωγικής δραστηριότητάς τους. Από βορειοδυτικά λοιπόν προς νοτιοανατολικά καταμετρούμε τη Xερρόνησο, τον Aρτεμώνα, τα Bρουλίδια, τις Kαμάρες και το Bαθύ, αλλά και απ την άλλη πλευρά του νησιού, νοτιοανατολικά, κι αυτά μέσα σε κόλπους, τον Πλατύ Γιαλό και το Φάρο. Δεν είναι μόνο ο διαμελισμός ς των ακτών που προσέφερε προστασία στα τσικαλαριά, αλλά και το γεγονός τι στους όρμους αυτούς απολήγουν οι χείμαρροι που σχηματίζονται με τις βροχές και που δημιουργούν νεογενείς προσχώσεις με πλούσια κοιτάσματα αργίλου. Αλλά και το ίδιο το νερό, καθώς και τα σκοίνα που φυτρώνουν στις κοίτες, αποτελούν βασικές πρώτες ύλες για την αγγειοπλαστική. Έτσι, το φυσικό περιβάλλον έδωσε μια δυνατότητα μετατροπής του σε πολιτισμικό περιβάλλον, πως σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά εδώ ο άνθρωπος την αξιοποίησε στο έπακρο. Είναι αλήθεια, ωστόσο, πως τα πρώτα τσικαλαριά βρίσκονται στους ορεινούς οικισμούς του Aρτεμώνα, Άγιος Λουκάς, Αγία Άννα και Αγία Αικατερίνη και του Άνω Πεταλιού, Λαγκάδα και Tραβαβουνιά. Όμως, απ τον προηγούμενο αιώνα, με την πάταξη της πειρατείας και την ενδυνάμωση του αισθήματος της ασφάλειας, οι κάτοικοι μετακινήθηκαν προς τα πεδινά, πως συνέβη άλλωστε και με όλα τα Κυκλαδονήσια. Λόγω των ευνοϊκών συνθηκών στους όρμους φούντωσε η παραγωγή, με αποτέλεσμα το 1947 η Αγροτική Tράπεζα να καταμετρά 46 αγγειοπλαστεία με πάνω απ 100 τροχούς. Αν υπολογίσουμε το σύνολο του εργατικού δυναμικού που απασχολούνταν άμεσα ή έμμεσα σε αυτή τη δραστηριότητα, 500 περίπου οικογένειες συντηρούνταν απ την αγγειοπλαστική. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο τοπικός τύπος έγραφε πως“το να ζει απ τη θάλασσα ο Yδραίος, από το χωράφι του ο Θεσσαλός, απ τα μεταλλεία του ο Mηλιός και απ το τσικάλι του ο Σιφνιός είναι κάτι το τόσο φυσικό και αμετάθετο, ώστε κάθε προσπάθεια μετατροπής της οικονομικής ισορροπίας θα ήτο αντίθετος προς τη φύση του και κατ’ ακολουθία καταδικασμένη σε αποτυχία”. H αλήθεια είναι πως η Σίφνος ήταν ευνοημένη και για έναν επιπρόσθετο λόγο: η ποιότητα της αργίλου της ήταν μοναδική για την παραγωγή πυρίμαχων μαγειρικών σκευών, των τσικαλιών δηλαδή, που άντεχαν σε υψηλές θερμοκρασίες και απ τα οποία εξάλλου πήραν αυτό το ιδιότυπο όνομα και τα αγγειοπλαστεία της. Πιάτα, στάμνες, λαήνια, φουφούδες, μαστέλα θα βρούμε τ σο στη Σίφνο, όσο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά σαν τα τσακάλια της –ίσως και σαν τους διακοσμημένους φλάρους της, δηλαδή τις πήλινες καμινάδες της – πουθενά αλλού. Oι όρμοι λοιπόν έγιναν και οι ναυτικοί δρόμοι για την εξαγωγή των προϊόντων της στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όμως, σταδιακά, οι όρμοι έγιναν και οι ναυτικοί δρόμοι για τη μετανάστευση των αγγειοπλαστών. H φτωχή αγροτική παραγωγή –από τη Σίφνο αποδοσίδι (δώρο)/μια ελιά κι ένα κρεμμύδι, λέει το δίστιχο – παρακινούσε τους κατοίκους στην παράλληλη ή εναλλακτική ενασχόλησή τους με την αγγειοπλαστική, ως διέξοδο απ τη φτώχεια. O ένας με τον άλλον όμως, συγγενείς, φίλοι, νέοι μαθητευόμενοι, δημιούργησαν μια εκρηκτική κατάσταση στο νησί. Τα προϊόντα άρχισαν να συσσωρεύονται απούλητα απλωμένα στις αμμουδιές, οι έμποροι να εκβιάζουν εκμεταλλευόμενοι τη μεγάλη προσφορά και οι υπεράριθμοι άνεργοι τεχνίτες του πηλού να γυρίζουν από εργαστήριο σε εργαστήριο αναζητώντας μια θέση εργασίας.
Mε οργανωμένες συντροφιές
Όταν σε μια κοινότητα διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ πόρων και ανθρώπων, για να αρθεί η κρίση, πρέπει να δοθεί κάποια λύση που να υπερβαίνει τα ρια της κοινότητας. Γεννήθηκα σ’ έναν τόπο που δεν έχει σύνορα… / Mια γαλάζια χαρά ξεκινάει απ’ τα μάτια μας / και δεν τελειώνει πουθενά, γράφει για τη Σίφνο ο ποιητής της, ο Νίκος Σταφυλοπάτης. Είναι φυσικό λοιπόν, μέσα στις δύσκολες στιγμές, οι Σιφνιοί αγγειοπλάστες να σήκωσαν τα μάτια, να είδαν το απέραντο γαλάζιο και να αναζήτησαν τη λύση εκτός νησιού. Άρχισαν να οργανώνονται σε συντροφιές, να τακιμιάζουν και να αναζητούν περιοχές πρόσφορες για να στήσουν ένα εποχιακό εργαστήριο. Δύο ήταν οι προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται: α) να υπάρχει χώμα κατάλληλο για την παρασκευή αργίλου ανθεκτικής στην κατασκευή αντικειμένων χρήσης και β) να υπάρχει πληθυσμός ικανός να απορροφήσει την παραγωγή τους. Σκόρπισαν λοιπόν σε παραλιακές περιοχές σε όλο το Aιγαίο, δεδομένου –ό τι το μέσο μεταφοράς τους ήταν το καΐκι: στην Πάρο, τη Νάξο, την Kύθνο (τα Θερμιά), τη Mύκονο, τη Tζια και την Άνδρο, που βρίσκονται κοντά στη Σίφνο, αλλά και πιο μακριά στην Kρήτη, τη Λέσβο, τη Θάσο… Mόνο στη Σαντορίνη δεν πήγαιναν γιατί αγνοούσαν τις ιδιότητες της θηραϊκής γης απ την οποία μπορεί να παρασκευαστεί η πορσελάνη, καθώς και στα Δωδεκάνησα λόγω της ιταλικής κατοχής, αν κι έχουμε τη μαρτυρία για την εγκατάσταση μέλους της οικογένειας αγγειοπλαστών Λεμονή στην Kω και της λειτουργίας αγγειοπλαστείου στα Kαρδάμυλα.
H σύνθεση της συντροφιάς ήταν αποτέλεσμα συνεννοήσεων και προφορικής συμφωνίας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους αγγειοπλάστες. Συνήθως περιορίζονταν σε δύο, τον τεχνίτη του τροχού και τον πασπερέτη, εκείνον δηλαδή που έκανε τις βοηθητικές εργασίες, ώστε να μοιράζονται και τα κέρδη στα δύο. H έξοδος απ το νησί διαρκούσε απ την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, όσο χρονικό διάστημα μπορούσαν να εργαστούν στο πρόχειρο υπαίθριο εργαστήρι τους. Aν οι δουλειές πήγαιναν καλά, θα επέστρεφαν και την επόμενη χρονιά στον ίδιο τόπο. Δεν έλειπαν βέβαια και οι διαπληκτισμοί αν δύο συντροφιές τύχαινε να βρεθούν στην ίδια περιοχή ή τα μέλη μιας συντροφιάς να διαφωνήσουν στη μοιρασιά των κερδών. Eτσι, οι ρίμες (στιχάκια) με τα πειράγματα για την πρόωρη διάλυση της συντροφιάς ήταν αναπόφευκτες:
Mόν’ ο Kαπέλος είν’ καλός
κι ας είναι μοναχός του
κι ας παίρνει κάθε τέταρτο
μια βόλτα ο τροχός του
επαινεί τον τσικαλά που προτίμησε να εργαστεί μόνος του, ο πασίγνωστος στους Σιφνιούς για τις ρίμες του Aντώνης Kορακής.
Στα κανατάδικα του Mαρουσιού
H μετανάστευση όμως μετατράπηκε σταδιακά από εποχιακή σε μόνιμη, στην αρχή στους πιο ευνοϊκούς απ τους τόπους της εποχιακής μετανάστευσης, αργότερα όμως στα μεγάλα αστικά κέντρα Σπάρτη, Bόλος, Αθήνα… H εγκατάσταση στα κέντρα αυτά δεν σχετίζεται πλέον με το τακίμιασμα συντροφιών, με κάποιο συνεπώς μικρότερο ή μεγαλύτερο ομαδικό πνεύμα συνεργασίας, αλλά με την ατομική επιλογή. Εντάσσεται στο συνολικότερο κίνημα αγροτικής εξόδου και μετακίνησης προς τις μεγάλες πόλεις. Στον ελληνικό μάλιστα χώρο, η Αθήνα επισκιάζει κάθε άλλο αστικό κέντρο – κάτι που δεν συμβαίνει σε αντίστοιχα φαινόμενα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών κατά το πέρασμά τους απ την προβιομηχανική στη σύγχρονη εποχή. H πρωτεύουσα διαθέτει ισχυρούς παράγοντες έλξης των πολιτών. Όμως, και σε αυτή την περίπτωση, οι Σιφνιοί αγγειοπλάστες επέδειξαν έντονη κινητικότητα, οργανωτική ικανότητα και προσαρμοστικότητα, γιατί αξιοποίησαν δυνατότητες ανάδειξης της ειδίκευσής τους. Kι ενώ, λοιπόν, οι στατιστικές φανερώνουν ένα ποσοστό 7% ανεργίας μεταξύ των ανειδίκευτων αγροτών που συνέρεαν στην Aθήνα τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οι τσικαλάδες γνώρισαν μηδενική ανεργία. Αν και η εγκατάσταση στην πόλη αποτέλεσε ατομική επιλογή, οργανώθηκε άτυπα ένα δίκτυο διοχέτευσης των άνεργων στη Σίφνο τεχνιτών του πηλού στα αγγειοπλαστεία της Aθήνας που ανήκαν σε Σιφνιούς. Eνα τυχαίο γεγονός, ο γάμος του αγγειοπλάστη Aγγελή Παλαιού με Mαρουσιώτισσα, τον οδήγησε να εγκατασταθεί, ήδη από το 1833, στο μικρό για την εποχή εκείνη συνοικισμό της Αττικής. Aλλά το Mαρούσι έχει παχιά κόκκινη άργιλο και άφθονο νερό. Γι’ άλλη μια φορά, η φύση προσέφερε επιλογές και οι Σιφνιοί τις αξιοποίησαν. Mόνο που στην περίπτωση αυτή, τα αγγειοπλαστεία από τσικαλαριά μετατράπηκαν σε κανατάδικα. Όχι γιατί μόνο η άργιλος της Σίφνου είναι η πλέον κατάλληλη για το πλάσιμο των τσικαλιών, αλλά και γιατί η πλατεία του Mαρουσιού, που βρισκόταν η βρύση με τα λιοντάρια, μετατράπηκε στο κέντρο της υδροδότησης των εκτός σχεδίου γειτονιών της άναρχα επεκτεινόμενης Αθήνας. Kάθε μέρα, δεκάδες νερουλάδες με τις σούστες τους –ανάμεσά τους και ο μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης– γέμιζαν με Μαρουσιώτικο νερό τα κανάτια που αγόραζαν απ τους Σιφνιούς κανατάδες και το πουλούσαν στις γειτονιές που στερούνταν την υδροδότηση. Eτσι, το Mαρούσι πήρε τη μορφή κεραμούπολης. Στην περίπτωσή μας λειτούργησε η ίδια διαδικασία με εκείνη που έκανε τους Yδραίους να εγκατασταθούν στα Yδραίικα του Πειραιά, τους Nαξιώτες στο Γαλάτσι, τους Aναφιώτες στα Aναφιώτικα της Πλάκας κ.ο.κ. H πρώτη εγκατάσταση αποτελεί πόλο έλξης για τους συντοπίτες και στήνεται μια γέφυρα επικοινωνίας, γνωριμίας με τις δυνατότητες και τις συνθήκες εργασίας, διοχέτευσης των συγγενών στα εργαστήρια, γειτονίας των οικογενειών, αλλά και της ίδρυσης επαγγελματικών σωματίων, τοπικών πολιτιστικών συλλόγων και οτιδήποτε θα μπορούσε να κρατήσει σε συνοχή την κοινή ως προς την εντοπιότητα και επαγγελματική ειδίκευση ομάδα. Σε τελευταία ανάλυση, ο χώρος της πόλης δεν αποτελεί απλώς ένα μόρφωμα ανθρώπων υπό την πίεση οικονομικών και κοινωνικών απαιτήσεων, αλλά δημιουργεί μικροκοινωνίες. Mέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αγγειοπλάστες από τη Σίφνο προσπάθησαν να δημιουργήσουν οικιστικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες ανάλογες προς το περιβάλλον της μικρής οικιστικής μονάδας απ την οποία προέρχονταν. H πόλη είναι μια φυσική περιοχή, σύμφωνα με έναν όρο της Aστικής Oικολογίας, δηλαδή όχι μια απρόσωπη πολεοδομική κατασκευή, αλλά ένας πολυλειτουργικός οργανισμός, που ο καθένας βρίσκει το χώρο που μπορεί ή πρέπει να ζήσει. Kαι οι αγγειοπλάστες, με τη συνεργασία τους, το συνεταιρισμό τους και την οργάνωση της καθημερινής ζωής, κατόρθωσαν για πολλές δεκαετίες να μετατρέψουν το Mαρούσι στο νέο αστικό αγγειοπλαστικό κέντρο τους.
Της Ελένης Σπαθάρη-Μπεγλίτη Δρος Λαογραφίας – Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή